Μπανάνα, ένα «εξωτικό» φρούτο με πολλούς φίλους, αλλά και πληθώρα
οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών και πολιτικών ζητημάτων, που
κρύβονται πίσω από την παραγωγή της, αφού είναι η τέταρτη βασική
καλλιέργεια στον κόσμο και μια από τις πιο επικερδείς αγορές.
Το γεγονός πως η Ευρώπη παράγει μόλις το ένα δέκατο της ποσότητας που
καταναλώνουν οι Ευρωπαίοι, ήταν αρκετό για τους εξαγωγείς του φρούτου
από τη Βόρεια Αφρική και την Καραϊβική, να «παλέψουν» σκληρά με τους
ανταγωνιστές τους στη Λατινική Αμερική, προκειμένου να επικρατήσουν στην
αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έτσι, κηρύχθηκε ο πολυετής «Πόλεμος της
Μπανάνας» μεταξύ της ΕΕ και της Λατινικής Αμερικής, με τον Παγκόσμιο
Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) να παίζει τον ρόλο του διαιτητή.
Το βράδυ της Πέμπτης επιτεύχθηκε μια συμφωνία ιστορικής σημασίας μεταξύ της ΕΕ και δέκα κρατών της Λατινικής Αμερικής, η οποία στην ουσία τερματίζει τον «Πόλεμο της Μπανάνας» και ρυθμίζει οκτώ προσφυγές στον ΠΟΕ. Βαρύνουσας σημασίας για τον τερματισμό της διαμάχης ήταν και η απόφαση που λήφθηκε τον Δεκέμβριο του 2009 από την ΕΕ, η οποία προέβλεπε τη μείωση των δασμών της ΕΕ στις μπανάνες που εισάγονταν από τη Λατινική Αμερική, και ειδικότερα τη μείωση της στα 114 από τα 176 ευρώ ανά τόνο.
Οι «Μπανανίες», οι μητροπόλεις και η United Fruit Company
Οι ρίζες του «Πολέμου της Μπανάνας» χάνονται βαθιά στην ιστορία και πίσω από αυτόν κρύβεται η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής, αλλά και η αποικιοκρατική πολιτική ευρωπαϊκών χωρών (Αγγλία, Γαλλία) σε βάρος κρατών της Βόρειας Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, όπου δημιούργησαν ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ καλλιέργειες αγροτικών προϊόντων, όπως η μπανάνα.
Aπό το 1993 η ΕΕ είχε υιοθετήσει μια προστατευτική πολιτική στο εμπόριο της μπανάνας, επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές του φρούτου από τη Λατινική Αμερική, ώστε να προστατεύσει τους παραγωγούς σε πρώην ευρωπαϊκές αποικίες.
Οι περισσότερες χώρες - αποικίες της ΕΕ ναι μεν ανεξαρτητοποιήθηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αλλά παρέμειναν στενά συνδεδεμένες οικονομικά και εμπορικά με τις μητροπόλεις τους. Από την άλλη πλευρά, η Λατινική Αμερική υπήρξε το μαλακό υπογάστριο για τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ για πολλές δεκαετίες.
Ήταν τέτοια η δύναμη που απέκτησαν οι αμερικανικές επιχειρήσεις στην περιοχή, και κυρίως η United Fruit Company (UFC), η οποία δημιούργησε ιδιωτικά τελωνεία, σιδηροδρόμους και αστυνομία - κυρίως στη Γουατεμάλα, αλλά και στην Κόστα Ρίκα, την Κολομβία, τη Τζαμάικα, τη Νικαράγουα και την Κούβα- και μπορούσε να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η UFC είναι πως κατά καιρούς δωροδοκούσε κυβερνητικούς αξιωματούχους αυτών των κρατών, με αντάλλαγμα την προνομιακή μεταχείριση και την εκμετάλλευση των εργαζομένων, δημιουργώντας ένα καταχρηστικό μονοπώλιο. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποίησε την πολιτική και στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ, προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη της. Οι τεράστιες εκτάσεις καλλιέργειας που κατείχε η εταιρεία στις χώρες αυτές σε συνδυασμό με τη νέου τύπου δουλεία - με χαμηλούς μισθούς, δίχως ωράριο - που επέβαλε στους εργάτες των κτημάτων ανέδειξαν την παραγωγή μπανάνας εξαιρετικά προσοδοφόρα δραστηριότητα.
Οι χώρες, όπου δραστηριοποιήθηκε η UFC, πήραν το περίφημο προσωνύμιο «Μπανανία», εξαιτίας των αιματοβαμμένων πρακτικών που χρησιμοποιούσε, αφού υπήρχαν περιπτώσεις που με εντολή των κυβερνήσεων η εταιρεία εκτελούσε όσους εργάτες αντιδρούσαν στις συνθήκες δουλείας. Η «στενή» επιτήρηση προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, χαλάρωσε μόνο όταν οι ΗΠΑ έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τη Μέση Ανατολή, και δη στις πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Το 2001, υπεγράφη ευρω-αμερικανική συμφωνία, με σκοπό τον τερματισμό του πρώτου «Πολέμου της Μπανάνας», με τη σταδιακή κατάργηση των δασμών έως το 2006. Κι ενώ η προθεσμία της συμφωνίας εξέπνευσε, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, Εκουαδόρ προσέφυγε και πάλι στον ΠΟΕ, κηρύσσοντας τον δεύτερο «Πόλεμο της Μπανάνας», που κράτησε μέχρι σήμερα.
Έτσι, ύστερα από 20 και πλέον χρόνια διαμάχης, φτάσαμε σε συμφωνία, η οποία ίσως ευνοήσει τους ευρωπαίους καταναλωτές, αφού θα μειωθούν οι δασμοί και οι τιμές της μπανάνας, γιατί από τον ακήρυχτο αυτό πόλεμο, οι μόνοι που ωφελήθηκαν ήταν οι μητροπόλεις και σε καμία περίπτωση οι χώρες παραγωγής.
Πηγή newpost.gr
Το βράδυ της Πέμπτης επιτεύχθηκε μια συμφωνία ιστορικής σημασίας μεταξύ της ΕΕ και δέκα κρατών της Λατινικής Αμερικής, η οποία στην ουσία τερματίζει τον «Πόλεμο της Μπανάνας» και ρυθμίζει οκτώ προσφυγές στον ΠΟΕ. Βαρύνουσας σημασίας για τον τερματισμό της διαμάχης ήταν και η απόφαση που λήφθηκε τον Δεκέμβριο του 2009 από την ΕΕ, η οποία προέβλεπε τη μείωση των δασμών της ΕΕ στις μπανάνες που εισάγονταν από τη Λατινική Αμερική, και ειδικότερα τη μείωση της στα 114 από τα 176 ευρώ ανά τόνο.
Οι «Μπανανίες», οι μητροπόλεις και η United Fruit Company
Οι ρίζες του «Πολέμου της Μπανάνας» χάνονται βαθιά στην ιστορία και πίσω από αυτόν κρύβεται η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ στην περιοχή της Λατινικής Αμερικής, αλλά και η αποικιοκρατική πολιτική ευρωπαϊκών χωρών (Αγγλία, Γαλλία) σε βάρος κρατών της Βόρειας Αφρικής, της Καραϊβικής και του Ειρηνικού, όπου δημιούργησαν ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ καλλιέργειες αγροτικών προϊόντων, όπως η μπανάνα.
Aπό το 1993 η ΕΕ είχε υιοθετήσει μια προστατευτική πολιτική στο εμπόριο της μπανάνας, επιβάλλοντας υψηλούς δασμούς στις εισαγωγές του φρούτου από τη Λατινική Αμερική, ώστε να προστατεύσει τους παραγωγούς σε πρώην ευρωπαϊκές αποικίες.
Οι περισσότερες χώρες - αποικίες της ΕΕ ναι μεν ανεξαρτητοποιήθηκαν τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, αλλά παρέμειναν στενά συνδεδεμένες οικονομικά και εμπορικά με τις μητροπόλεις τους. Από την άλλη πλευρά, η Λατινική Αμερική υπήρξε το μαλακό υπογάστριο για τα οικονομικά συμφέροντα των ΗΠΑ για πολλές δεκαετίες.
Ήταν τέτοια η δύναμη που απέκτησαν οι αμερικανικές επιχειρήσεις στην περιοχή, και κυρίως η United Fruit Company (UFC), η οποία δημιούργησε ιδιωτικά τελωνεία, σιδηροδρόμους και αστυνομία - κυρίως στη Γουατεμάλα, αλλά και στην Κόστα Ρίκα, την Κολομβία, τη Τζαμάικα, τη Νικαράγουα και την Κούβα- και μπορούσε να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις ανάλογα με τα συμφέροντά της.
Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο λειτουργούσε η UFC είναι πως κατά καιρούς δωροδοκούσε κυβερνητικούς αξιωματούχους αυτών των κρατών, με αντάλλαγμα την προνομιακή μεταχείριση και την εκμετάλλευση των εργαζομένων, δημιουργώντας ένα καταχρηστικό μονοπώλιο. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που χρησιμοποίησε την πολιτική και στρατιωτική στήριξη των ΗΠΑ, προκειμένου να αυξήσει τα κέρδη της. Οι τεράστιες εκτάσεις καλλιέργειας που κατείχε η εταιρεία στις χώρες αυτές σε συνδυασμό με τη νέου τύπου δουλεία - με χαμηλούς μισθούς, δίχως ωράριο - που επέβαλε στους εργάτες των κτημάτων ανέδειξαν την παραγωγή μπανάνας εξαιρετικά προσοδοφόρα δραστηριότητα.
Οι χώρες, όπου δραστηριοποιήθηκε η UFC, πήραν το περίφημο προσωνύμιο «Μπανανία», εξαιτίας των αιματοβαμμένων πρακτικών που χρησιμοποιούσε, αφού υπήρχαν περιπτώσεις που με εντολή των κυβερνήσεων η εταιρεία εκτελούσε όσους εργάτες αντιδρούσαν στις συνθήκες δουλείας. Η «στενή» επιτήρηση προς τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, χαλάρωσε μόνο όταν οι ΗΠΑ έστρεψαν το ενδιαφέρον τους προς τη Μέση Ανατολή, και δη στις πλουτοπαραγωγικές πηγές.
Το 2001, υπεγράφη ευρω-αμερικανική συμφωνία, με σκοπό τον τερματισμό του πρώτου «Πολέμου της Μπανάνας», με τη σταδιακή κατάργηση των δασμών έως το 2006. Κι ενώ η προθεσμία της συμφωνίας εξέπνευσε, χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα, Εκουαδόρ προσέφυγε και πάλι στον ΠΟΕ, κηρύσσοντας τον δεύτερο «Πόλεμο της Μπανάνας», που κράτησε μέχρι σήμερα.
Έτσι, ύστερα από 20 και πλέον χρόνια διαμάχης, φτάσαμε σε συμφωνία, η οποία ίσως ευνοήσει τους ευρωπαίους καταναλωτές, αφού θα μειωθούν οι δασμοί και οι τιμές της μπανάνας, γιατί από τον ακήρυχτο αυτό πόλεμο, οι μόνοι που ωφελήθηκαν ήταν οι μητροπόλεις και σε καμία περίπτωση οι χώρες παραγωγής.
Πηγή newpost.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου